- έμπολο
- και έμπουλο, το1. καθένα από τα νήματα που συστρέφονται για να σχηματίσουν το σχοινί2. μικρός στενός δρόμος, σοκάκι, δρομάκι, στενοσόκακο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμπολο — έμπολο, το και έμπουλο, το καθένα από τα κλώσματα που στρίβονται μαζί για να αποτελέσουν σκοινί: Βλέποντας το ναύκληρο που έστριφτε τα έμπολα μιας γούμενας (Α. Καρκαβίτσας ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπουλο — το έμπολο … Dictionary of Greek
τετράμπουλο — το, Ν ναυτ. κοινή ονομασία σχοινιού από τέσσερα έμβολα τα οποία είναι τυλιγμένα γύρω από άλλο λεπτό σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + έμπουλο / έμπολο «καθένα από τα νήματα που συ στρέφονται για να σχηματίσουν το σχοινί»] … Dictionary of Greek
έμπουλο — το βλ. έμπολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)